- πλαταγίζω
- πλατάγισα, παράγω ήχο χτυπώντας δυο επίπεδα σώματα μεταξύ τους, κροτώ, κροταλίζω: Τα κύματα πλατάγιζαν στα πλευρά του πλοίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαταγίζω — πλαταγίζω, πλατάγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαταγίζω — Ν πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
πλατάγισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαταγίζω, ήχος, κρότος που παράγεται από αντικείμενα που αλληλοσυγκρούονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγίζω. Η λ., στον πληθ. πλαταγίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
παταγίζω — Α [πάταγος] κάνω θόρυβο, πλαταγίζω … Dictionary of Greek
πλαταγισμός — ο, Ν 1. πλατάγισμα, κρότος 2. (ακουστ.) φαινόμενο που δημιουργείται κατά την αναπαραγωγή τού ήχου καί κατά το οποίο ο κυρίως ήχος συνοδεύεται από άλλους ανεπιθύμητους ήχους, οφειλόμενους σε ανωμαλίες λειτουργίας τής αντίστοιχης συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ροχθίζω — Ν ροχθώ, πλαταγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροχθώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση … Dictionary of Greek
πλατάγισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πλαταγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)